- οδοντόκονις
- ηπαρασκεύασμα με μορφή σκόνης που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών δοντιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + κόνις «σκόνη». Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στο περιοδικό Αποθήκη τών ωφελίμων και τερπνών γνώσεων].
Dictionary of Greek. 2013.